παραδεισιάς

παραδεισιάς
-άδος, ἡ, Α
(θηλ. επιθ.) παραδεισιακή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παράδεισος + κατάλ. -ιάς (πρβλ. πλευρ-ιάς)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • υπερβόρειος — α, ο / ὑπερβόρειος, ον, ΝΜΑ, και ιων. τ. υπερβόρεος, έη, ον, Α νεοελλ. αυτός που βρίσκεται στα βορειότερα μέρη τής Ευρώπης ή κατάγεται από τα μέρη αυτά («ξανθή υπερβόρεια καλλονή») αρχ. 1. (το αρσ. ως κύριο όν.) ὁ Ὑπερβόρειος·προσωνυμία τού… …   Dictionary of Greek

  • παραδείσια πτηνά — Όνομα με το οποίο χαρακτηρίζονται μερικά στρουθιόμορφα πουλιά της οικογένειας των παραδεισιδών, που ονομάστηκαν έτσι για την ωραιότητα του φτερώματός τους, που είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακό στα αρσενικά. Τα πουλιά αυτά είναι διαδεδομένα σχεδόν μόνο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”